- μεθανόλη
- Βλ. λ. μεθυλική αλκοόλη.
* * *ηχημ. συστηματική ονομασία τής μεθυλικής αλκοόλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλκοξύλια — τα Χημ. μονοσθενείς ρίζες γενικού τύπου R O οι οποίες προκύπτουν από τις αλκοόλες με την αφαίρεση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τους [CH3 OH μεθανόλη CH3 O μεθοξύλιο, CH3CH2 OH αιθανόλη CH3CH2 O αιθοξύλιο κ.λπ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν … Dictionary of Greek
κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία … Dictionary of Greek
μεθυλίωση — Χημική διαδικασία. κατά την οποία η μονοσθενής ρίζα μεθύλιο ( CH2) εισάγεται στο μόριο μιας ένωσης. Για να γίνει δυνατή η μ. χρησιμοποιούνται διάφοροι μεθυλιωτικοί παράγοντες, όπως είναι το μεθυλοϊωδίδιο (CH3I), μεθυλεστέρες οργανικών θειοξέων,… … Dictionary of Greek
μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα … Dictionary of Greek
μεθυλογλυκοζίτης — ο (βιοχ.) ακετάλη η οποία προκύπτει από την αντίδραση τής γλυκόζης με τη μεθανόλη … Dictionary of Greek
ξυλόπνευμα — (CH3OH). Είναι η μεθυλική αλκοόλη ή μεθανόλη. Το ξ. είναι υγρό άχρωμο με αδύνατη οσμή. Διαλύεται στο νερό εύκολα. Βράζει σε 64° C και στερεοποιείται σε 97° C. Προκαλεί μέθη και έχει ισχυρή δηλητηριώδη επίδραση που μπορεί να προκαλέσει τύφλωση,… … Dictionary of Greek
ομόμορφος — η, ο χημ. χαρακτηρισμός οργανικών χημικών ενώσεων που έχουν ανάλογο σχήμα, όπως είναι λ.χ. το αιθάνιο και η μεθανόλη, που έχουν παραπλήσια μεγέθη μορίων … Dictionary of Greek
παραροζανιλίνη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση γνωστή και ως τρι(π αμινο φαινυλο)μεθανόλη, που σε όξινο περιβάλλον μετατρέπεται σε παραφουξίνη και η οποία χρησιμοποιείται υπό την μορφή τού άλατός της και με υδροχλωρικό οξύ ως χρωστική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… … Dictionary of Greek
διμεθυλαιθέρας — Οργανική ένωση με τύπο CH3 O CH3 που παρασκευάζεται κυρίως από μεθανόλη. Είναι εύφλεκτο αέριο χαρακτηριστικής οσμής που χρησιμεύει ως διαλύτης αλλά και ως προωθητικό αέριο για τα σπρέι … Dictionary of Greek
μεθυλική αλκοόλη — Οργανική ένωση που ανήκει στις πρωτοταγείς αλκοόλες, με χημικό τύπο CH3OH. Είναι γνωστή και ως μεθανόλη. Πρόκειται για άχρωμο πτητικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή και εξαιρετικά εύφλεκτο. Η μ.α. είναι εξαιρετικά τοξική κατά την εισπνοή, την… … Dictionary of Greek